ζωμοποιῶ

ζωμοποιῶ
ζωμοποιέω
make into soup
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ζωμοποιέω
make into soup
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ζωμοποιός
making sauce
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωμοποιώ — ζωμοποιῶ, έω (Α) [ζωμοποιός] παρασκευάζω ζωμό, κάνω σάλτσα, ζωμεύω* …   Dictionary of Greek

  • ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”